Ποια Ευρώπη θέλουμε;
καθηγητής Ναπολέων Μαραβέγιας
Τα τελευταία χρόνια η Ευρωπαϊκή Ένωση περνά μια κρίση που ίσως δεν έχει προηγούμενο. Μετά την ευφορία της δεκαετίας του ’80 με την ολοκλήρωση της ενιαίας εσωτερικής και το διπλασιασμό των πόρων για τις πολιτικές Συνοχής, καθώς και της δεκαετίας του ’90, με την επιτυχή κατάληξη της πορείας προς την νομισματική ένωση, το ευρωπαϊκό εγχείρημα δείχνει να έχει χάσει το δυναμισμό και τον προσανατολισμό του.
Μερικοί υποστηρίζουν ότι η Ε.Ε πάσχει από σοβαρή ασθένεια απώλειας προσανατολισμού που μπορεί να είναι και ανίατη. Άλλοι υποστηρίζουν ότι έχει απλώς «δυσπεψία» γιατί δεν μπορεί να αφομοιώσει τη μεγάλη διεύρυνση προς τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης ενώ μερικοί ακόμη θεωρούν ότι η απόσυρση της Συνταγματικής Συνθήκης και η υιοθέτηση της Μεταρρυθμιστικής Συνθήκης της Λισσαβόνας μπορεί να είναι σύμπτωμα της κρίσης και όχι η αιτία της.
Σχεδόν όλοι, ωστόσο, συμφωνούν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 δεν μπορεί να είναι πλέον η Ευρώπη των 15. Και μόνο ο διπλασιασμός σχεδόν των χωρών-μελών αλλάζει το χαρακτήρα του οικοδομήματος από κάθε άποψη. Με την διεύρυνση διευρύνονται οι κάθε μορφής διαφορές: γεωγραφικές, οικονομικές, πολιτιστικές, κοινωνικές, ιδεολογικές, πολιτικές. Διευρύνεται το φάσμα των προτιμήσεων των πολιτών των Χωρών-Μελών και διασπάται η, μετά από πολλά χρόνια κοινής πορείας αίσθηση συμμετοχής σε κάποιο κοινό σχέδιο πολιτικής ενοποίησης, η οποία υπήρχε σε διαφορετικό βαθμό στις παλαιότερες Χώρες-Μέλη.
Με τη διεύρυνση διευρύνονται και τα ελλείμματα κάθε μορφής: Έλλειμμα δημοκρατικής λειτουργίας και νομιμοποίησης, έλλειμμα διαφάνειας, έλλειμμα κοινωνικής πολιτικής, έλλειμμα συνοχής, έλλειμμα κοινής στρατηγικής απέναντι στις προκλήσεις του σημερινού κόσμου.
Συνεπώς, μήπως είναι η διεύρυνση που οδήγησε στη σημερινή κρίση; Αν είναι έτσι τότε γιατί όλες σχεδόν οι παλαιότερες χώρες-μέλη συμφώνησαν τελικά να πραγματοποιηθεί η διεύρυνση. Προφανώς, η κάθε μια είχε να κερδίσει κάτι από την διεύρυνση αλλά όλες μαζί μάλλον έχασαν συνολικά.
Μήπως όμως τελικά η διεύρυνση δεν είναι παρά μόνο μια από τις αιτίες της σημερινής κατάστασης. Μήπως η βαθύτερη αιτία της κρίσης είναι η άρνηση όλων των Κρατών-Μελών, με προφανείς διαβαθμίσεις, να προχωρήσουν στην οικονομική ολοκλήρωση πέρα από την δημιουργία της εσωτερικής αγοράς και την νομισματική ένωση.
Όμως το κρίσιμο βήμα που θα άλλαζε ριζικά το ευρωπαϊκό οικοδόμημα είναι η εκχώρηση εθνικών αρμοδιοτήτων προς υπερεθνικό επίπεδο στον τομέα της δημοσιονομικής πολιτικής.
Η δημοσιονομική πολιτική δηλ. η σε ευρωπαϊκό επίπεδο είσπραξη των εσόδων και η κατανομή των δαπανών μέσω ενός κοινού ευρωπαϊκού προϋπολογισμού θα άλλαζε την ουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα της έδινε χαρακτηριστικά με πολιτικής οντότητας. Οι πολίτες των Χωρών-Μελών της Ευρώπης θα ήταν και φορολογούμενοι πολίτες της Ευρώπης και επωφελούμενοι από τον Κοινό Ευρωπαϊκό Προϋπολογισμό.
Οι πολίτες της Ευρώπης θα είχαν έτσι πλέον κοινά συμφέροντα ανεξαρτήτως εθνικότητας και η πολιτική διαμάχη για την αναδιανομή μέσω φόρων-δαπανών θα προσελάμβανε πανευρωπαϊκά χαρακτηριστικά με ιδεολογικό και όχι εθνικό περιεχόμενο, όπως συμβαίνει σήμερα με τους πολίτες ενός εθνικού κράτους, οι οποίοι συνεισφέρουν και επωφελούνται από τον εθνικό προϋπολογισμό ανάλογα με το πολιτικό πρόγραμμα του κόμματος που έχει την πλειοψηφία στην εθνική Βουλή, ανεξάρτητα από την περιφέρεια που κατοικούν.
Όμως σ’ αυτό το κρίσιμο βήμα δεν φαίνεται να είναι καμιά Χώρα-Μέλος διατεθειμένη να προχωρήσει. Αντίθετα, υπάρχει μια γενικευμένη αντίθεση στην αύξηση των πόρων και συνεπώς των δαπανών του Κοινοτικού Προϋπολογισμού. Αργά αλλά σταθερά οι κοινές πολιτικές που συνοδεύονται με κοινή χρηματοδότηση υποχωρούν (Κοινή Αγροτική Πολιτική) και στη θέση τους αναπτύσσονται κοινοτικές πολιτικές με εθνική χρηματοδότηση, ενώ η μέθοδος του ανοικτού συντονισμού για την εφαρμογή διαφόρων πολιτικών γενικεύεται (κοινωνική πολιτική, εκπαιδευτική πολιτική κλπ).
Βέβαια, η εκχώρηση εθνικών αρμοδιοτήτων προς το ευρωπαϊκό επίπεδο στο δημοσιονομικό τομέα (φόροι-δαπάνες-αναδιανομή) είναι εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση διότι η άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής αποτελεί τον όρο ύπαρξης ενός εθνικού κράτους. Φαίνεται ότι είναι ακόμη δυσκολότερη και από την εκχώρηση εθνικών αρμοδιοτήτων στον τομέα της νομισματικής πολιτικής. Όμως, χωρίς αυτό το βήμα κάθε συζήτηση για παραπέρα εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης είναι χωρίς περιεχόμενο.
Όσο δεν προχωρούν τα Κράτη-Μέλη σε τέτοιου είδους εγχείρημα έστω και σταδιακά, η αίσθηση της κρίσης θα είναι παρούσα γιατί οι Ευρωπαίοι πολίτες νοιώθουν ότι ένα μεγάλο μέρος της καθημερινής ζωής και δράσης τους ρυθμίζεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο χωρίς όμως αυτό να συνοδεύεται από τη δυνατότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να παρέμβει με την αναγκαία χρηματοδότηση.
Θα μπορούσε να διακρίνει κανείς μια απόσταση μεταξύ της ρύθμισης σε ευρωπαϊκό επίπεδο και της χρηματοδότησης σε εθνικό επίπεδο. Μ’ άλλα λόγια είναι αντιφατικό να υιοθετούνται οι στόχοι μιας κοινής πολιτικής από όλα τα Κράτη-μέλη αλλά η χρηματοδότηση για την επίτευξή των στόχων αυτών να εξαρτάται από τον εθνικό προϋπολογισμό κάθε κράτους-μέλους. Το μεγαλύτερο μέρος των ελλειμμάτων που υποσκάπτουν την Ευρωπαϊκή Ένωση στα μάτια των ευρωπαίων πολιτών οφείλεται σ’ αυτή την αντίφαση μεταξύ ευρωπαϊκών στοχεύσεων και της ευρωπαϊκής χρηματοδοτικής αδυναμίας να υποστηριχθούν αυτές οι στοχεύσεις με χαρακτηριστικό παράδειγμα την αντιμετώπιση της ανεργίας και γενικότερα την άσκηση κοινωνικής πολιτικής, όπως αυτές διακηρύχτηκαν με την Στρατηγική της Λισαβόνας.
Ακόμη και το έλλειμμα δημοκρατικής λειτουργίας και νομιμοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την έννοια της λήψης αποφάσεων από όργανα χωρίς άμεση δημοκρατική εντολή και χωρίς λογοδοσία, θα μπορούσε να μειωθεί αν τα συμφέροντα των κοινωνικών ομάδων συγκροτούνταν σε ευρωπαϊκό και όχι εθνικό επίπεδο λόγω της κοινής ευρωπαϊκής δημοσιονομικής πολιτικής και οδηγούσαν σε πραγματικά ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα με σαφείς ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και τελικά σε ευρωπαϊκή κυβέρνηση που θα στηριζόταν στην εκάστοτε πολιτική πλειοψηφία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Όσον αφορά στη διαμόρφωση μιας Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που θα μπορούσε να ασκηθεί στηριζόμενη σε μια κοινή αμυντική πολιτική και σε ευρωπαϊκές ένοπλες δυνάμεις, και εδώ απαιτείται εκχώρηση των εθνικών αρμοδιοτήτων στον τομέα της εθνικής ασφάλειας και κυριαρχίας ο οποίος επίσης αποτελεί θεμελιακό στοιχείο της κρατικής υπόστασης ενός έθνους, όπως και ο δημοσιονομικός τομέας (είσπραξη φόρων και κατανομή των δαπανών).
Μήπως, σ’ αυτούς τους δύο τομείς δεν μπορεί να περιμένει κανείς καμιά υποχώρηση του εθνικού Κράτους; Μήπως η Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση έχει φθάσει τα όριά της στη σημερινή ιστορική φάση; Μήπως, τελικά η κρίση που διαπιστώνεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ουσιαστικά μια σειρά άλυτων αντιφάσεων μεταξύ της ανάγκης για κοινές πολιτικές σε ευρωπαϊκό επίπεδο στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο οικονομικό σύστημα και της αδυναμίας εφαρμογής αυτών των ευρωπαϊκών πολιτικών επειδή τα εθνικά κράτη αρνούνται να «παραδώσουν» τα τελευταία οχυρά της κρατικής τους υπόστασης;
Το ζήτημα συνεπώς δεν είναι ποια Ευρώπη θέλουμε αλλά ποια Ευρώπη είναι ιστορικά εφικτή στη σημερινή πραγματικότητα .Βεβαίως, η μελλοντική εξέλιξη είναι άδηλη. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί το 1940 ότι 60 χρόνια αργότερα η Γερμανία και η Γαλλία θα είχαν κοινό νόμισμα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό «Κοινωνία Πολιτών» τ14. Ο κ. Ναπολέων Μαραβέγιας είναι Καθηγητής της Ευρωπαϊκής Οικονομίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κέντρου Αριστείας Jean Monnet του Πανεπιστημίου Αθηνών.