Poleconomix: Θεωρείτε ότι είναι δυνατόν τα ζητήματα που αφορούν στο περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή να βρίσκονται στην κορυφή της πολιτικής ατζέντας σε συνθήκες οικονομικής κρίσης;
Εμμανουέλα Δούση: Ορισμένοι θεωρούν πολυτέλεια την ενασχόληση με το περιβάλλον και την προστασία του, ιδίως σε συνθήκες οικονομικής κρίσης. Από την άλλη πλευρά όμως, είναι γεγονός ότι η απορρύθμιση του κλίματος της γης, η οποία, σύμφωνα με έγκυρες επιστημονικές μελέτες οφείλεται στην υπερβολική συγκέντρωση ορισμένων επιβλαβών αερίων στην ατμόσφαιρα, αποτελεί τη σημαντικότερη οικολογική απειλή παγκοσμίως. Οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι αν δεν ληφθούν άμεσα τα κατάλληλα μέτρα, σε λίγα χρόνια η κατάσταση θα είναι μη αναστρέψιμη. Οι δυσμενείς συνέπειες δεν αφορούν μόνο το φυσικό περιβάλλον αλλά και την οικονομία, την ασφάλεια και εν γένει την ανθρώπινη ευημερία.
Το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής συνδέεται άμεσα με καίριους τομείς πολιτικής, κυρίως με την ενέργεια. Η ανάγκη απεξάρτησης από τη χρήση ορυκτών καυσίμων (πετρέλαιο, άνθρακας κ.ά.) έχει ενταθεί, όχι μόνο λόγω της συνεχιζόμενες αύξησης των τιμών τους, αλλά λόγω του κόστους των εκπομπών τους στην ατμόσφαιρα. Σε αντίθεση, όμως, με άλλα ζητήματα διεθνούς πολιτικής, η κλιματική αλλαγή αποτελεί ταυτόχρονα και ζήτημα εσωτερικής πολιτικής. Η αντιμετώπισή του δεν απαιτεί μόνο διεθνή συνεργασία και συντονισμό, όσο και ισχυρές πολιτικές συμμαχίες και κοινωνική συναίνεση σε εσωτερικό επίπεδο, προκειμένου να ληφθούν οι αναγκαίες αποφάσεις για την προώθηση φιλικότερων προς το περιβάλλον μεταρρυθμίσεων σε διάφορους τομείς, όπως οι μεταφορές, η βιομηχανία, η γεωργία. Η οικονομική κρίση θα μπορούσε να αποτελέσει την ευκαιρία για τη στροφή προς την πράσινη ανάπτυξη και, κυρίως, τη σταδιακή απεξάρτηση από τον άνθρακα και το πετρέλαιο.
Poleconomix: Αληθεύει ότι ακόμα και αν δεν υφίστατο το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής θα το εφεύραν οι επιχειρήσεις, ως ένα νέο πεδίο επιχειρηματικών ευκαιριών;
Εμμανουέλα Δούση: Ο προβληματισμός προς αυτήν την κατεύθυνση ενισχύεται από το γεγονός ότι η πολιτική για την κλιματική αλλαγή προβάλλεται όλο και περισσότερο ως αναγκαία συνθήκη για την ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας, ενώ τονίζεται παράλληλα και το οικονομικό όφελος. Το επιχείρημα της ενεργειακής ασφάλειας χρησιμοποιείται κατά κόρον για να αιτιολογήσει πάσης φύσεως μέτρα, από τη μείωση των ρύπων στις βιομηχανίες μέχρι την κατάργηση των συμβατικών λαμπτήρων, μέτρα τα οποία δεν είναι βέβαιο ότι είναι οικονομικότερα από τη χρήση ορυκτών καυσίμων ή ότι θα οδηγήσουν κατ’ ανάγκη σε μείωση της εισαγωγής τους.
Poleconomix: Μετά την Κοπεγχάγη, τι να περιμένουμε;
Εμμανουέλα Δούση: Η πολιτική συμφωνία της Κοπεγχάγης (Δεκ. 2009) αναδεικνύει τη διάσταση απόψεων και θέσεων μεταξύ των κύριων ρυπαντών, δηλαδή ΗΠΑ και των αναδυόμενων οικονομιών, ως προς την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Οι χώρες αυτές δεν είναι διατεθειμένες, τουλάχιστον για τα αμέσως επόμενα χρόνια, να αλλάξουν την πολιτική τους και να αναλάβουν νομικές δεσμεύσεις ως προς τη μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου.
Παρ’ ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρόβαλε την πλέον ολοκληρωμένη πρόταση για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, δεν κατόρθωσε να πείσει τα υπόλοιπα κράτη. Η ίδια, στο εσωτερικό της, ακολουθεί μια παραδειγματική πολιτική για το κλίμα. Όμως, ακόμα και αν οι φιλόδοξοι στόχοι της επιτευχθούν, η Ευρώπη από μόνη της δεν μπορεί να αντιστρέψει την παγκόσμια κλιματική μεταβολή, καθώς η σταθεροποίηση του κλίματος απαιτεί γενναίες μειώσεις των εκπομπών των επιβλαβών αερίων που ξεπερνούν κατά πολύ το ποσοστό συνεισφοράς της ΕΕ.
Συνεπώς, οι διεθνείς διαπραγματεύσεις για την αντιμετώπιση της αλλαγής του κλίματος θα πρέπει να συνεχιστούν για την υιοθέτηση μιας παγκόσμιας συμφωνίας που θα αντικαταστήσει το Πρωτόκολλο του Κιότο και που δεν θα βασίζεται μόνο σε εθελοντικές (και άρα μη ελεγχόμενες) δεσμεύσεις. Η προσέγγιση της ΕΕ με τη φιλικότερη προς το περιβάλλον Αμερικανική κυβέρνηση Ομπάμα και η προβολή κοινών θέσεων θα μπορούσε να αποτελέσει ένα πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση.
Poleconomix: Ποιοι είναι οι πραγματικοί κίνδυνοι που προκύπτουν από την κατασκευή ΧΥΤΑ στην Κερατέα και ποια τα πιθανά οφέλη για την περιοχή;
Εμμανουέλα Δούση: Το θέμα της Κερατέας αναδεικνύει τη γενικότερη προβληματική για τη διαχείριση των απορριμμάτων στη χώρα μας. Η Ελλάδα δεν έχει ακόμη εναρμονιστεί πλήρως με την ευρωπαϊκή νομοθεσία για τους χώρους διάθεσης απορριμμάτων. Γι’ αυτό έχει επανειλημμένως καταδικαστεί από το Δικαστήριο της ΕΕ. Οι δεσμεύσεις έναντι της Επιτροπής και τα χρονοδιαγράμματα για το κλείσιμο των παράνομων χωματερών που εξακολουθούν να λειτουργούν, καθώς και την αποκατάστασή τους, δεν τηρήθηκαν, με αποτέλεσμα να επίκειται η επιβολή προστίμων από την ΕΕ.
Η περιοχή Βραγόνι (Οβριόκαστρο) της Κερατέας έχει επιλεγεί σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες ως η πιο κατάλληλη για την σχεδιαζόμενη εγκατάσταση διαχείρισης απορριμμάτων (ΧΥΤΥ και εργοστάσιο επεξεργασίας απορριμμάτων), βάσει των σχετικών ευρωπαϊκών προδιαγραφών που εφαρμόζονται εδώ και δεκαετίες σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, χωρίς προβλήματα. Η υλοποίηση του έργου θα έχει ως αποτέλεσμα την αποσυμφόρηση του ΧΥΤΑ Φυλής (και αργότερα του ΧΥΤΑ Γραμματικού που θα ολοκληρωθεί σύντομα) που δέχεται σήμερα τα περισσότερα απορρίμματα της Αττικής. Οι προτάσεις για αλλαγή χωροθέτησης και μετατροπής του αρχικού σχεδίου όχι μόνο δημιουργούν περίπλοκα πρακτικά και νομικά προβλήματα, αλλά καθυστερούν την υλοποίηση του έργου, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να χαθεί η χρηματοδότηση που έχει εξασφαλιστεί από κοινοτικούς πόρους και να μειώνεται σημαντικά η διάρκεια ζωής των άλλων χώρων εναπόθεσης απορριμμάτων της Αττικής.
Η καχυποψία της τοπικής κοινωνίας και η αντίδρασή της στα σχεδιαζόμενα μέτρα, καθώς και η διστακτικότητα της πολιτικής ηγεσίας δείχνουν ότι δεν έχουμε συνειδητοποιήσει τους κινδύνους που συνεπάγεται η παράταση της σημερινής κατάστασης. Η μετάβαση από τις ανεξέλεγκτες χωματερές στην οργανωμένη διάθεση των απορριμμάτων αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την αναζήτηση συστημάτων συνολικής διαχείρισης των απορριμμάτων.
Poleconomix: Πόσο μακρύς είναι ο δρόμος προς το μοντέλο της πράσινης ανάπτυξης, για την χώρα μας;
Εμμανουέλα Δούση: Η ελληνική περιβαλλοντική πολιτική δεν είναι, ακόμη, συστηματική. Τα περιβαλλοντικά ζητήματα βρίσκονταν μέχρι πρότινος πολύ χαμηλά στις προτεραιότητες της κρατικής διοίκησης. Ελάχιστα απασχολούσαν την πολιτική συζήτηση ή την απασχολούσαν ευκαιριακά. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται μέσα από τη χαμηλή συχνότητα ενασχόλησης με τέτοια θέματα στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου. Αποκαλυπτικό είναι επίσης το γεγονός ότι μόλις το 2005 το Ελληνικό Κοινοβούλιο απέκτησε Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Προστασίας Περιβάλλοντος, η οποία έχει όμως συμβουλευτικό χαρακτήρα στη λήψη αποφάσεων και δεν συμμετέχει στη νομοθετική λειτουργία ούτε στον κοινοβουλευτικό έλεγχο για ζητήματα περιβάλλοντος.
Η πολιτική αδιαφορία για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων αντανακλάται και στον τρόπο προσέγγισης της περιβαλλοντικής πολιτικής, η οποία εξακολουθεί να παραμένει προσκολλημένη στη λογική του κανονιστικού προτύπου «επιταγής και ελέγχου», στην τυπική ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της ΕΕ και στην άντληση πόρων από την ΕΕ για τη χρηματοδότηση -αποσπασματικών και συχνά προωθούμενων από κομματικά ή τοπικά συμφέροντα- περιβαλλοντικών έργων. Ωστόσο, τα σημερινά περιβαλλοντικά προβλήματα δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν μόνο με νέους θεσμούς ή με τη θέσπιση νέων κανόνων. Απαιτείται ένα ολοκληρωμένο σχέδιο εθνικής περιβαλλοντικής στρατηγικής, μια σφαιρική προσέγγιση των προβλημάτων. Χρειάζονται προγράμματα, μέτρα και καλές πρακτικές που θα είναι σε θέση να επιλύσουν με ικανοποιητικό τρόπο τα προβλήματα, ει δυνατόν με τη συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων παραγόντων. Τα σχέδια δράσης δεν απουσιάζουν, ωστόσο σπανίως υλοποιούνται και, συνεπώς, δεν έχουν παρά μόνο συμβολική αξία.
Βεβαίως, η προσαρμογή σε ένα μοντέλο πράσινης ανάπτυξης είναι πρωτίστως ζήτημα πολιτικών επιλογών. Η χώρα μας θα πρέπει να προσδιορίσει με σαφήνεια τις πολιτικές της προτεραιότητές και να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση των εμπλεκομένων φορέων. Η πρόταξη πολιτικών επιλογών στην πράξη δεν είναι ωστόσο εύκολη υπόθεση, δεδομένου ότι προσκρούει στην αντίθεση των θιγόμενων συμφερόντων. Χαρακτηριστική εν προκειμένω είναι η έντονη αντίδραση που προκάλεσε το πρόσφατο νομοσχέδιο για τη βιοποικιλότητα.
Το κρίσιμο ζητούμενο, ιδίως σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, είναι να επιτευχθεί ο συνδυασμός δύο μελημάτων, η συμφιλίωση της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης με την περιβαλλοντική προστασία, καθώς ένα μεγάλο μέρος της παραγωγικής δραστηριότητας της χώρας μας (τουρισμός, γεωργία, αλιεία) εξαρτάται άμεσα από την καλή ποιότητα του περιβάλλοντος. Είναι προφανές όμως ότι η σύγκρουση των συμφερόντων δεν μπορεί να επιλυθεί αν δεν υπερκερασθεί η κυρίαρχη αντίληψη για την ασυμβατότητα μεταξύ κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης και περιβαλλοντικής προστασίας.
Η Εμμανουέλα Δούση είναι Eπίκουρη Kαθηγήτρια του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης και τα ακαδημαϊκά της ενδιαφέροντα εστιάζονται στους διεθνείς θεσμούς και σε θέματα περιβάλλοντος.