Το μεγάλο στοίχημα με τους υδρογονάνθρακες
Του Ραφαήλ Μωυσή
Πετρέλαια υπάρχουν, λοιπόν! Η παραπάνω άποψη διατυπώθηκε ευρύτατα μετά την ανακοίνωση του ΥΠΕΚΑ ότι οκτώ ξένες εταιρείες εκδήλωσαν ενδιαφέρον συμμετοχής σε σεισμικές έρευνες για τον εντοπισμό υδρογονανθράκων. Η εξέλιξη είναι ασφαλώς θετική, όπως δικαιολογημένη είναι η ικανοποίηση του αρμόδιου υπουργείου. Βέβαια, μαζί με την ικανοποίηση καλλιεργήθηκε και η κριτική για την «αδράνεια» του παρελθόντος, η οποία, στην αθώα της εκδοχή, αποδόθηκε σε αβουλία και ανικανότητα των αρμοδίων, ενώ ακούστηκε και η εκδοχή της διεθνούς συνωμοσίας, που απέτρεπε την αξιοποίηση των ελληνικών πετρελαίων.
Η ελπίδα είναι ασφαλώς χρήσιμη στις δύσκολες εποχές που βιώνουμε και δεν θα ήθελα να την αποθαρρύνω. Η δυνατότητά μου να εκφέρω γνώμη πάνω στο θέμα πηγάζει από το γεγονός ότι, πριν από τέσσερα χρόνια, μου είχε ανατεθεί από το τότε υπουργείο Ανάπτυξης η προεδρία μιας ειδικής τεχνικής επιτροπής με εντολή να μελετήσει και να εισηγηθεί στην κυβέρνηση μέτρα προκειμένου να προωθηθεί η αναζήτηση, έρευνα και εκμετάλλευση εγχώριων υδρογονανθράκων. Είχα την τύχη να πλαισιωθώ από ικανούς επιστήμονες που γνώριζαν το θέμα και καταλήξαμε σε μια πρόταση που, λίγο ώς πολύ, έχει επηρεάσει την πολιτική που έκτοτε ακολουθείται. Η εμπειρία αυτή μού παρέχει τη δυνατότητα να εκτιμώ τη σημασία της συγκεκριμένης εξέλιξης που ανακοινώθηκε αλλά και να αξιολογήσω τις προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν.
Πετρέλαιο υπάρχει λοιπόν στην Ελλάδα και αυτό είναι αλήθεια. Ομως η αλήθεια αυτή είναι σαν εκείνη του Λα Παλίς. Γιατί υδρογονάνθρακες σε κάποια μορφή και σε κάποιες ποσότητες υπάρχουν σε πολλές περιοχές της υφηλίου. Αλλά για να μετατραπεί το «πετρέλαιο υπάρχει» σε «χρήματα υπάρχουν», πρέπει να μεσολαβήσουν προϋποθέσεις, ενέργειες, επενδύσεις και χρόνος. Αυτή είναι η μεγάλη απόσταση μεταξύ ενδείξεων για την ύπαρξη κοιτασμάτων και την ένταξή τους στα γνωστά αποθέματα, οπότε, και μόνον τότε, αποκτούν άμεση ή προεξοφλήσιμη οικονομική αξία.
Πρέπει να γυρίσουμε λίγο στα βασικά: Αυτά που χαρακτηρίζονται «γνωστά αποθέματα» δεν αποτελούν ένα απλό φυσικό μέγεθος όπως ένα εμπόρευμα σε μια αποθήκη. Αντιπροσωπεύουν ένα οικονομικό μέγεθος, αφού καταγράφονται ως «γνωστά» μόνο εκείνα που μπορούν να αξιοποιηθούν κάτω από τις τρέχουσες σε κάθε περίοδο τιμές και μόνον όταν έχουν πραγματοποιηθεί οι απαιτούμενες για την αξιοποίησή τους επενδύσεις. Αντιπροσωπεύουν επίσης ένα τεχνολογικό επίπεδο, αφού η τεχνολογική εξέλιξη μετατρέπει σε αξιοποιήσιμα, αποθέματα τα οποία προηγουμένως δεν ήταν προσεγγίσιμα.
Για να δώσουμε στα παραπάνω κάποιες ποσοτικές διαστάσεις: Η παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου από την αρχή της δραστηριότητας στον 19ο αιώνα μέχρι τις μέρες μας έχει φθάσει το 1 τρισεκατομμύριο βαρέλια. Οι σημερινές εκτιμήσεις ανεβάζουν τα παγκόσμια αποθέματα σε τουλάχιστον 5 τρισεκατομμύρια βαρέλια, από τα οποία 1,4 τρισεκατομμύριο είναι επαρκώς τεχνικά και οικονομικά ανεπτυγμένο ώστε να μπορεί να χαρακτηρισθεί «γνωστό». Η σημερινή παγκόσμια παραγωγή ανέρχεται σε περίπου 33 δισεκατομμύρια βαρέλια ετησίως και μια απλή διαίρεση του 1.400 διά του 33 μας δίνει τον αριθμό 42 που αντιπροσωπεύει τα χρόνια στο τέλος των οποίων τα παγκόσμια γνωστά αποθέματα πετρελαίου θα έχουν εξαντληθεί. Είναι μάλιστα «παράδοξο» ότι η διάρκεια αυτή των 42 ετών παραμένει σταθερή και αμετάβλητη στα τελευταία τουλάχιστον 40 χρόνια.
Βέβαια δεν πρόκειται περί παραδόξου. Αυτό που συμβαίνει κάθε χρόνο είναι ότι από τα γνωστά αποθέματα (από το 1,4 τρισεκατομμύριο) αφαιρούνται μεν οι ποσότητες που αντλούνται και καταναλώνονται, αλλά οι απώλειες αυτές αναπληρώνονται από ποσότητες που στο μεταξύ μπορούν να χαρακτηριστούν «γνωστές» (προερχόμενες από τα 5 τρισεκατομμύρια). Με την πρόοδο της τεχνολογίας και χάρη σε νέες έρευνες και εκτιμήσεις, προστίθενται και στα πιθανολογούμενα αποθέματα (δηλαδή στα 5 τρισ.) ποσότητες από μια άλλη «δεξαμενή», που περιλαμβάνει μη εκμεταλλεύσιμες ποσότητες που υπάρχουν στο υπέδαφος (Oil Initially in Place) που ορισμένοι υπολογίζουν ότι υπερβαίνουν ίσως τα 20 τρισεκατομμύρια βαρέλια.
Τα παραπάνω με οδηγούν στην πρόβλεψη ότι η πετρελαϊκή εποχή θα λήξει μεν κάποτε, όχι όμως επειδή θα εξαντληθεί το πετρέλαιο, αλλά επειδή θα αντικατασταθεί σταδιακά από άλλες, περισσότερο κατάλληλες ενεργειακές πηγές. Οπως η λίθινη εποχή δεν έληξε επειδή εξαντλήθηκαν οι πέτρες της γης!
Τα δικά μας λοιπόν πετρέλαια βρίσκονται κάπου εκεί στις παραπάνω ποσότητες, σίγουρα όμως όχι στην κατηγορία των γνωστών. Γιατί όμως όχι; Γιατί αυτό που γίνεται σήμερα δεν είχε γίνει εδώ και 10, 20 ή και 30 χρόνια, οπότε τα πετρέλαιά μας θα συμπεριλαμβάνονταν σήμερα στα γνωστά και με λίγη τύχη θα ήταν ήδη υπό εκμετάλλευση; Μήπως συνέτρεξαν αβουλία, ανικανότητα ή ακόμη και η συνωμοσία;
Προσπαθώντας να απαντήσω, παραθέτω ένα σύντομο αλλά ελπίζω περιεκτικό ιστορικό της δραστηριότητας για έρευνα και αξιοποίηση υδρογονανθράκων στην Ελλάδα. Το ιστορικό αυτό μπορεί να διαχωριστεί σε τρεις μεγάλες περιόδους:
Η πρώτη περίοδος ξεκινά από τις αρχές του 20ού αιώνα και τελειώνει το 1975. Εγιναν τότε εκτεταμένες έρευνες σε πολλές περιοχές της χερσαίας Ελλάδας από Ελληνες και ξένους ιδιώτες ερευνητές και από το Δημόσιο, οι οποίες υπήρξαν κατά κανόνα ανεπιτυχείς. Οι έρευνες επεκτάθηκαν μετά το 1967 και στον θαλάσσιο χώρο από ξένες εταιρείες, που υπήρξαν επίσης ανεπιτυχείς με εξαίρεση τις έρευνες που πραγματοποίησε την περίοδο 1973-1974 η εταιρεία OCEANIC και οδήγησαν στην ανακάλυψη του κοιτάσματος πετρελαίου στον Πρίνο και του φυσικού αερίου στη νότια Καβάλα.
Η δεύτερη περίοδος αρχίζει το 1975, οπότε, στον απόηχο της πρώτης ενεργειακής κρίσης, ιδρύθηκε από το ελληνικό Δημόσιο η Δημοσία Επιχείρηση Πετρελαίου. Η ΔΕΠ, που αργότερα μετεξελίχθηκε σε ΕΛΠΕ και η θυγατρική τους ΔΕΠ-ΕΚΥ ανέπτυξαν μια αυτοδύναμη ερευνητική δράση και πραγματοποίησαν έρευνες και γεωτρήσεις σε όλη την επικράτεια, από τις οποίες συγκεντρώθηκε μια πολύτιμη βάση δεδομένων και δημιουργήθηκε ένα αξιόλογο στελεχικό δυναμικό. Τα επιτεύγματα μπορεί να μην ήταν εντυπωσιακά από οικονομικής απόψεως, όμως σίγουρα στις πρώτες περιόδους δεν συνέτρεξαν αβουλία και ανικανότητα. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι τα τεχνικά μέσα ήταν τότε λιγότερο εξελιγμένα ενώ άλλες περιοχές του κόσμου ίσως παρουσιάζονταν περισσότερο ελκυστικές για τους επενδυτές.
Η τρίτη περίοδος, την οποία ήδη διανύουμε, άρχισε τυπικά μεν τον Ιούλιο του 2007 με το νομοθέτημα 3587/2007 που αφαίρεσε τη σχετική αρμοδιότητα από τα ΕΛΠΕ και τη μετέφερε στο Δημόσιο, είχε όμως ουσιαστικά αρχίσει από το 1998. Τότε εισήλθε στη διοίκηση των ΕΛΠΕ ιδιώτης στρατηγικός επενδυτής και, σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία, η εταιρεία δεν μπορούσε πια να έχει αποκλειστικά δικαιώματα έρευνας και εκμετάλλευσης ενός εθνικού πλούτου. Οπότε και αρχίζει η περίοδος της ουσιαστικής αδράνειας.
Το να προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί, είναι σαν να αναλαμβάνω να περιγράψω στο σύντομο αυτό άρθρο την παθογένεια του ελληνικού συστήματος διακυβέρνησης. Ομως, ακόμη και στην περίοδο αυτή, δεν ταιριάζει ο όρος αβουλία. Διαπίστωσα προσωπικά ότι υπήρξε η βούληση για δράση από τους αρμόδιους πολιτικούς προϊσταμένους, αλλά η βούληση αυτή άλλαζε εκφραστή κάθε φορά που άλλαζε το κυβερνητικό σχήμα. Ο σημερινός υφυπουργός, που χειρίζεται το θέμα, διανύει θητεία η διάρκεια της οποίας είναι ήδη υπερδιπλάσια του μέσου όρου υπηρεσίας όλων των προκατόχων του. Είμαι πεπεισμένος ότι αν ο υφυπουργός είχε αποχωρήσει από το υπουργείο όταν απεχώρησε η υπουργός του, δεν θα είχαμε σήμερα φθάσει στα αποτελέσματα που σχολιάζουμε, όσο ικανός και αν ήταν ο αντικαταστάτης του.
Πάντως το τι πρέπει να κάνει για να προωθηθεί η αναζήτηση, έρευνα και εκμετάλλευση εγχώριων υδρογονανθράκων, ο υφυπουργός το βρήκε έτοιμο και διατυπωμένο με σαφήνεια, έστω και αν, παρά την καλή του διάθεση, άλλη μια παθογένεια του ελληνικού συστήματος διακυβέρνησης δεν του επιτρέπει να το αναγνωρίσει δημοσίως. Η έκθεση που του ενεχειρίσθη στην αρχή της θητείας του προβάλλει την άποψη ότι «οι προοπτικές για ανακάλυψη νέων εγχώριων υδρογονανθράκων είναι αρκετά ευοίωνες» και υπερθεματίζει «την άμεση και επιτακτική ανάγκη αναδιοργάνωσης του τομέα και της δημιουργίας ενός νέου, σύγχρονου και δυναμικού κρατικού φορέα διαχείρισης των ερευνών».
Ενας τέτοιος φορέας βρίσκεται υπό δημιουργία, περίπου κατά το «προφίλ» που σκιαγραφείται στην ίδια έκθεση. Και η κατάλληλη συγκρότηση του φορέα αυτού είναι το επόμενο κρίσιμο στοίχημα. Οι εκπρόσωποι των ξένων εταιρειών με τους οποίους πρέπει να γίνουν διαπραγματεύσεις, παραχωρήσεις και επιβλέψεις είναι «πολύ μεγάλα παιδιά» και πρέπει να επιστρατεύσουμε και εμείς εξειδικευμένους τεχνικούς και οικονομικούς επιστήμονες, με ισχυρή επαγγελματική σχέση με τον δικό μας φορέα. Δεν θα μπορέσουν τα θέματα αυτά να αντιμετωπιστούν για πολύ ακόμη από φιλότιμους εθελοντές, καθηγητές και άλλους ευπατρίδες.
Τέτοιοι Ελληνες ειδικοί δεν είναι πολλοί, αλλά υπάρχουν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Θα πρέπει βέβαια να εντοπιστούν, να επιστρατευτούν και να αμειφθούν ανάλογα με τα προσόντα τους. Και εδώ ελλοχεύει ο κίνδυνος να τους περιλάβει άλλη μια παθογένεια και να τους χαρακτηρίσει «golden boys».
Αν δεν μπορεί να ξεπεραστεί το τελευταίο εμπόδιο, υπάρχει και άλλη λύση. Το πρότυπο που χρησιμοποιήθηκε πριν από πολλές δεκαετίες για τη δημιουργία της πάλαι ποτέ κραταιάς ΔΕΗ και αργότερα στην επίσης πετυχημένη ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ.
Ο κ. Ραφαήλ Μωυσής, αντιπρόεδρος του ΙΟΒΕ, υπήρξε πρόεδρος του Συμβουλίου Εθνικής Ενεργειακής Στρατηγικής.
Πηγή: Εφημερίδα Καθημερινή